Τα παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τη φαντασία. Ως εκ τούτου, σε αυτή την ηλικία τα όρια μεταξύ της αλήθειας και της φαντασίας είναι θολά. Ένα παιδί όμως 6 ετών μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι πραγματικό και τι όχι, οπότε όταν λέει ένα ψέμα, γνωρίζει ότι παραπλανεί τον συνομιλητή του.

Οι πολλές πιέσεις που δέχεται ένα παιδί, μπορεί να το οδηγήσουν στα ψέματα. Τις περισσότερες φορές ένα νεαρό άτομο, το οποίο έχει μεγαλώσει σε ένα ζεστό και στοργικό περιβάλλον και η υπευθυνότητα αποτελεί μια σημαντική για την οικογένεια αξία, θα πει ψέματα όταν έρθει αντιμέτωπο με έναν λάθος χειρισμό μιας κατάστασης, καθώς φοβάται να απογοητεύσει τους γονείς του ή φοβάται της συνέπειες μιας σκληρής τιμωρίας. Έτσι, λόγω του έντονου συναισθήματος της ενοχής που μπορεί να νιώθει, θα προσπαθήσει να προσατεύσει τον εαυτό του.

Σε πολλές περιπτώσεις οι γονείς των παιδιών που λένε ψέματα έχουν ασυνήθιστα υψηλές προσδοκίες από αυτά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να αισθάνονται έντονο άγχος λόγω αυτών των προσδοκιών που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν. Εάν ένα παιδί δυσκολεύεται να ολοκληρώσει τις εργασίες για το σχολείο, αφού δεν μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό των υπόλοιπων συμμαθητών του, είναι πολύ πιθανόν να πει στους γονείς του ότι έχει ολοκληρώσει τα σχολικά του καθήκοντα. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια συμπεριφορά θα πρέπει να ερμηνεύεται σε σχέση με τις συνθήκες και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται.

Οι γονείς θα πρέπει να θυμούνται ότι το ψέμα δείχνει ότι το παιδί γνωρίζει ότι έχει κάνει κάποιο λάθος, αλλά προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό του από την αποδοκιμασία και την απογοήτευση των σημαντικών για αυτό προσώπων. Οι γονείς που αντιδρούν υπερβολικά και υιοθετούν μια πολύ αρνητική στάση, ωθούν το παιδί στη σκέψη ότι χρειάζεται να πει ψέματα ξανά και ξανά για να προστατευτεί.

Τα παιδιά κατά τη μέση παιδική ηλικία (6-12 ετών) μπορεί να έρχονται σε σύγχυση όταν στο σπίτι τους υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά σχετικά με τα ψέματα- δηλαδή ενώ οι γονείς ζητούν ξεκάθαρα από το παιδί να μη λέει ψέματα, οι ίδιοι λένε κάποια «αθώα» ψέματα όταν μιλάνε στο τηλέφωνο ή σε μα συζήτηση με τους γείτονες τους, διαστρεβλώνοντας έτσι την πραγματικότητα για τη δική τους εξυπηρέτηση. Το παιδί σε αυτές τις περπτώσεις λαμβάνει δύο μηνύματα και δυσκολεύεται να αποσαφηνίσει τις λεπτές αποχρώσεις σε τέτοιες καταστάσεις.

Αν οι γονείς ανακαλύψουν ότι το παιδί τους λέει ψέματα, θα πρέπει αμέσως να του πουν ότι γνωρίζουν την αλήθεια. Η σκληρή τιμωρία δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντίθετα, μπορούν να του πουν: «Θέλω να μου λες μόνο την αλήθεια και θα σου τη λέω κι εγώ πάντα, έτσι ώστε να πιστεύουμε πάντα ο ένας τον άλλον» ή «Οι συνέπειες θα είναι πολύ λιγότερες αν πεις την αλήθεια». Είναι σημαντικό οι ίδιοι να θυμούνται ότι η δική τους συμπεριφορά είναι το πιο σπουδαίο μέσο για να διδάξουν στα παιδιά τους την αξία της ειλικρίνειας.

Παρ’ όλα αυτά ένα παιδί το οποίο χρησιμοποιεί τα ψέματα για χρόνια με μεγάλη συχνότητα θα πρέπει να παραπεμφθεί σε κάποιον σύμβουλο ή ψυχολόγο, καθώς αυτή η συμπεριφορά του μπορεί να δείχνει ότι το ίδιο «φωνάζει» για βοήθεια λόγω των διαταράξεων που μπορεί να υπάρχουν μέσα στο οικογενειακό ή κοινωνικό του περιβάλλον.