Οι περισσότεροι γονείς θεωρούν ότι η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία είναι γεμάτη από συμπεριφορικές και συναισθηματικές δυσκολίες, οι αιτίες των οποίων σχετίζονται με διάφορους παράγοντες όπως τις ορμόνες και την επίδραση των συνομηλίκων. Η αλήθεια όμως είναι ότι η μετάβαση της πλειοψηφίας των παιδιών στην εφηβεία πραγματοποιείται χωρίς δυσκολίες. Tα άτομα που δυσκολεύονται ιδιαίτερα σε αυτήν την προσαρμογή είναι συνήθως παιδιά που βιώνουν έντονο άγχος στο περιβάλλον τους, είτε αυτό είναι το οικογενειακό, είτε το σχολικό είτε το κοινωνικό.

Η αυτοτραυματική συμπεριφορά αποτελεί μια δυσλειτουργική συμπεριφορά η συχνότητα της οποίας φαίνεται να έχει αυξηθεί. Ως αυτοτραυματισμός ορίζεται η εκούσια πρόκληση τραύματος στο σώμα χωρίς να έχει όμως το άτομο την πρόθεση να αυτοκτονήσει. Ο αυτοτραυματισμός προκαλείται με διάφορες συμπεριφορές όπως το κόψιμο, το κάψιμο, το τσίμπημα, το δάγκωμα. Πρόκειται σχεδόν πάντα για επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, ενώ αντίθετα με αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι δεν στοχεύει στο να κερδίσει την προσοχή των γύρω. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα σημεία τα οποία επιλέγουν οι έφηβοι να αυτοτραυματιστούν αποτελούν μέρη του σώματος τα οποία δεν είναι εμφανή λόγω των ρούχων.

Ο αυτοτραυματισμός αποτελεί μια συμπεριφορά που υοιθετούν και τα δύο φύλα, αν και παρόλο που υπάρχει η εντύπωση ότι εμφανίζεται περισσότερο στα κορίτσια, οι έρευνες δείχνουν ότι η συχνότητα είναι ίδια και για τα αγόρια. Το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο δεν φαίνεται να σχετίζεται με την συχνότητα εμφάνισης της. Μπορεί να εμφανιστεί μετά την ηλικία των 7 χρονών, αλλά η πιο συνήθης ηλικία εμφάνισης είναι μεταξύ των 12- 15. Η διάρκεια αυτής της συμπεριφοράς ποικίλλει και μπορεί να διαρκέσει για αρκετά χρόνια.

Οι αιτίες που οδηγούν ένα άτομο σε αυτήν την συμπεριφορά μπορούν να ποικίλλουν ανάλογα με την κάθε περίπτωση:

Να ελέγξουν τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους ή θυμού προκαλώντας σωματικό πόνο.
Να ανακουφιστούν από την πίεση και το άγχος.
Απολαμβάνουν να προκαλούν τραύματα και να αισθάνονται τον πόνο.
Να αποφύγουν την αυτοκτονία.
Ως αντίδραση στη σωματική/σεξουαλική κακοποίηση ή στην αδιαφορία.

Αν και σε άτομα που αυτοτραυματίζονται παρατηρούνται και απόπειρες αυτοκτονίας, το 60% υποστηρίζει ότι δεν έχει ιστορικό αυτοκτονικού ιδεασμού ή απόπειρων. Αυτό δείχνει ότι αυτή η συμπεριφορά αποτελεί διαφορετικό φαινόμενο από τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία ο αυτοτραυματισμός αποτελεί μια συμπεριφορά στην οποία εθίζεται το άτομο, καθώς από την στιγμή που θα υιοθετήσει ένα συγκεκριμένο μοτίβο αυτοτραυματισμού προκειμένου να ελέγξει και να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, είναι πολύ δύσκολο να ελέγξει αυτήν τη συμπεριφορά.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία των ατόμων που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα είναι περίπλοκη καθώς δεν υπάρχει μια απλή λύση. Το πιο σημαντικό είναι να αναγνωρίσει το άτομο το πρόβλημα. Ο αυτοτραυματισμός ανακαλύπτεται συνήθως αφού το άτομο διαγνωστεί ή ξεκινήσει θεραπεία για συναισθηματικές δυσκολίες. Βέβαια, μπορεί κάποιος να το καταλάβει αν παρατηρήσει αδικαιολόγητα τραύματα και κοψίματα, ενώ συνήθως αυτά τα άτομα προτιμούν ρούχα με μακριά μανίκια που κρύβουν τα τραύματα τους ακόμη και σε εποχές που δεν δικαιολογούνται. Κάποιες φορές ο αυτοτραυματισμός συνδέεται και με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, οπότε συμπτώματα κατάθλιψης ή τυχόν επιδείνωση της λειτουργικότητας του ατόμου μπορούν να αποτελέσουν πηγές ανησυχίας.

Το επόμενο βήμα για την θεραπεία, μετά την αναγνώριση του προβλήματος, είναι για το άτομο και την οικογένεια να απευθυνθεί σε έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Αν αυτή η συμπεριφορά συνδέεται και με μια ψυχιατρική διαταραχή, τότε πιθανόν να χρειαστεί φαρμακευτική αγωγή σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία. Δεν υπάρχει φάρμακο ειδικά για την αντιμετώπιση αυτής της συμπεριφοράς. Είναι πολύ σημαντικό για τους γονείς να μην πανικοβληθούν, ούτε να αντιδράσουν υπερβολικά μπροστά στο παιδί, καθώς τέτοιες αντιδράσεις μπορούν να πυροδοτήσουν περισσότερο την προβληματική συμπεριφορά. Στόχος της θεραπείας για το άτομο είναι να αναπτύξει μια άλλη συμπεριφορά πιο λειτουργική απέναντι στο άγχος, ενώ παράλληλα θα βελτιώσει τις κοινωνικές του δεξιότητες. Αν υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δυσχεραίνουν την κατάσταση, όπως οικογενειακές συγκρούσεις, συστήνεται η οικογενειακή θεραπεία. Η ομαδική θεραπεία μπορεί να φανεί χρήσιμη καθώς μπορεί να βοηθήσει τον έφηβο να βελτιώσει την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με τους γύρω του. Από την πλευρά τους οι γονείς μπορούν να απομακρύνουν αιχμηρά αντικείμενα από το σπίτι, τα οποία μπορούν να βάλουν σε πειρασμό το άτομο.

Με υπομονή και την κατάλληλη θεραπεία οι έφηβοι θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους και να καταφέρουν να έχουν μια ευτυχισμένη και επιτυχημένη ζωή.