Η επικοινωνία με τα παιδιά μας αποτελεί βασική προϋπόθεση για το χτίσιμο μιας ικανοποιητικής σχέσης με αυτά. Πολλοί γονείς όταν ερωτώνται αν επικοινωνούν με το παιδί τους σκέφτονται «Μα φυσικά μιλάω στο παιδί μου». Πόση όμως γκρίνια, κριτική, υπενθύμιση και αξιολόγηση ενέχει αυτή η φράση, ακόμα κι αν γίνεται με τις καλύτερες προθέσεις; Έτσι λοιπόν συχνά δημιουργούνται εντάσεις μέσα στην οικογένεια οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αν αντιδρούσαμε διαφορετικά απέναντι στις έγνοιες και τις ανησυχίες των παιδιών μας. Αφιερώστε λίγο χρόνο και σκεφτείτε με ποιον τρόπο θέλετε να αντιδράνε οι δικοί σας άνθρωποι όταν είστε αναστατωμένοι.

Άλλοτε θέλετε να μείνετε μόνοι, ενώ άλλοτε θέλετε κάποιον που να σας ακούει και να προσπαθήσει να κατανοήσει και να δεχτεί τα συναισθήματα σας. Μήπως και το παιδί σας χρειάζεται την ίδια προσοχή;

Κυριαρχεί η αντίληψη ότι συναισθήματα θυμού, απογοήτευσης και φόβου είναι αρνητικά και πολλοί από εμάς δεν ξέρουμε πώς να τα εκφράσουμε. Έτσι λοιπόν όταν αντιλαμβανόμαστε ότι τα παιδιά μας νιώθουν έτσι, δεν ξέρουμε ποια μπορεί να είναι η κατάλληλη αντιμετώπιση, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνουμε τον ρόλο του παντογνώστη, του δικαστή, του κριτικού.

Η καλή επικοινωνία πρέπει να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό. Αμοιβαίος σεβασμός σημαίνει ότι τα παιδιά και οι γονείς επιτρέπουν ο ένας στον άλλον να εκφράσουν τα συναισθήματα τους και τις πεποιθήσεις τους χωρίς τον φόβο της απόρριψης. Πιθανόν να μη συμφωνούμε με τα παιδιά μας, μπορούμε όμως να δείξουμε ότι δεχόμαστε τα συναισθήματα τους. Για να γίνετε καλός ακροατής χρειάζεται συγκέντρωση. Κάποιες στιγμές η καλή ακοή απαιτεί από εμάς τη σιωπή, ενώ άλλες φορές πάλι χρειάζεται να απαντήσουμε με λόγια.

Είναι σημαντικό να μπορέσουμε να περάσουμε το μήνυμα στο παιδί ότι αναγνωρίζουμε πώς αισθάνεται ακόμα κι αν δεν το εκφράζει με λόγια. Το να λειτουργούμε σαν καθρέφτης απέναντι στα συναισθήματα τους, τα βοηθάει να αντιλαμβάνονται κι αυτά τα ίδια πώς νιώθουν. Ουσιαστικά δίνουμε «επανατροφοδότηση» στο παιδί, δείχνοντας του ότι το ακούσαμε και ότι κατανοήσαμε αυτό που εξέφρασε. Ο παρακάτω διάλογος αποτελεί ένα παράδειγμα επανατροφοδότησης:

ΠΑΙΔΙ: Ο δάσκαλος είναι άδικος! Ποτέ δε θα τα πάω καλά σε αυτήν την τάξη!
ΓΟΝΙΟΣ: Νιώθεις θυμωμένη και απογοητευμένη κι έχεις καταθέσει τα όπλα.

Κάποιες φορές θα παρατηρήσετε ότι τα μηνύματα που σας μεταφέρουν τα παιδιά σας δεν είναι τόσο σαφή και ξεκάθαρα. Σε αυτήν την περίπτωση μη βιαστείτε να προβείτε σε δηλώσεις και συμπεράσματα, αλλά δώστε του χρόνο να διατυπώσει τις σκέψεις του.

Μπορούμε να περιγράψουμε την επικοινωνία στους ανθρώπους χρησιμοποιώντας τους όρους των «κλειστών» και των «ανοιχτών» απαντήσεων. Μια κλειστή απάντηση δείχνει ότι ο γονιός ούτε άκουσε ούτε κατάλαβε αυτό που ειπώθηκε. Οι κλειστές απαντήσεις κόβουν την επικοινωνία. Αντίθετα μια ανοιχτή απάντηση δείχνει ότι ο ακροατής έχει ακούσει αυτό που του είπε ο συνομιλητής του.

ΠΑΙΔΙ: «Είμαι αληθινά απογοητευμένος με τον Γιώργο και με τα άλλα παιδιά που δεν ήρθαν να παίξουμε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.»
ΚΛΕΙΣΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Έτσι είναι η ζωή.»
ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Φαίνεται σαν να μη σε νοιάζεται κανείς και νιώθεις ότι σ’ αφήνουν έξω από την παρέα.»

Επίσης, πρέπει να μάθουμε να συλλαμβάνουμε το νόημα της συμπεριφοράς του παιδιού πιάνοντας το μήνυμα που στέλνει πέρα από τα λόγια, με την έκφραση του.
«Το κατσούφιασμα σου δείχνει ότι διαφωνείς» ή «Δείχνεις πολύ αναστατωμένος. Θέλεις να μιλήσουμε;».

Μην ξεχνάτε ότι ποτέ δεν μπορείτε να είστε σίγουροι για το πώς νιώθει το παιδί. Επίσης ο τόνος της φωνής μας παίζει βασικό ρόλο καθώς από αυτόν τα παιδιά και οι ενήλικες μπορούν να αντιληφθούν τον σαρκασμό, τον θυμό, την ανασφάλεια, αλλά και την εμπιστοσύνη. Κατά συνέπεια πρέπει να προσέξουμε όχι μόνο τι λέμε αλλά και πώς το εκφράζουμε. Τέλος, μπορεί να παρατηρήσετε ότι το παιδί κάποιες φορές επαναφέρει το ίδιο θέμα που το απασχολεί ξανά και ξανά. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να διερευνήσετε ποιος είναι ο σκοπός του παιδιού πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα να τραβήξει την προσοχή σας. Μια κατάλληλη αντίδραση θα ήταν η εξής: «Έχουμε συζητήσει αυτό το πρόβλημα πολλές φορές. Πιστεύω ότι δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό. Είμαι όμως σίγουρη ότι μπορείς να το χειριστείς». Βεβαιωθείτε πάντως ότι θα του δώσετε την προσοχή που χρειάζεται κάποια άλλη στιγμή, που δε θα το περιμένει.