Ο τραυλισμός επηρεάζει την ευχέρεια του λόγου. Αρχίζει κατά την παιδική ηλικία και σε ορισμένες περιπτώσεις διαρκεί σε όλη τη ζωή. Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από διακοπές στην παραγωγή των ήχων της ομιλίας, οι οποίες ονομάζονται επίσης και «δυσχέρειες στη ροή του λόγου». Οι περισσότεροι άνθρωποι κατά καιρούς παράγουν σύντομες δυσχέρειες στη ροή του λόγου. Για παράδειγμα, επαναλαμβάνουν ορισμένες λέξεις, ενώ πριν από άλλες προηγούνται ήχοι όπως «χμ» ή «εε». Οι δυσχέρειες στη ροή του λόγου δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην πρόβλημα· ωστόσο, μπορεί να παρεμποδίσουν την επικοινωνία.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τραυλισμός έχει επιπτώσεις σε ορισμένες καθημερινές δραστηριότητες. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες, τις οποίες ένα άτομο δυσκολεύεται να εκτελέσει, διαφέρουν μεταξύ των ατόμων. Για μερικούς, οι δυσκολίες επικοινωνίας εκδηλώνονται μόνο κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, όπως για παράδειγμα, κατά την τηλεφωνική ομιλία ή την ομιλία ενώπιον μεγάλων ομάδων. Για τους περισσότερους, όμως, οι δυσκολίες επικοινωνίας εμφανίζονται σε μια σειρά από δραστηριότητες στο σπίτι, στο σχολείο ή την εργασία. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να περιορίσουν τη συμμετοχή τους σε κάποιες δραστηριότητες. Αυτοί οι «περιορισμοί συμμετοχής» συχνά συμβαίνουν, επειδή το άτομο ανησυχεί σχετικά με το πώς οι άλλοι ενδέχεται να αντιδράσουν στη δυσχέρεια ροής της ομιλίας του. Άλλοι άνθρωποι μπορεί να προσπαθήσουν να κρύψουν τη δυσχέρειά τους από τους υπόλοιπους, αναδιατάσσοντας τις λέξεις στην πρότασή τους (περίφραση), προσποιούμενοι ότι ξέχασαν τι ήθελαν να πουν ή αρνούμενοι να μιλήσουν. Άλλοι μπορεί να διαπιστώσουν ότι έχουν αποκλειστεί από τη συμμετοχή σε ορισμένες δραστηριότητες, λόγω του τραυλισμού. Είναι σαφές ότι η επίπτωση του τραυλισμού στην καθημερινή ζωή μπορεί να επηρεαστεί από το πώς το άτομο και οι τριγύρω αντιδρούν απέναντι στη διαταραχή.

Συμπτώματα του τραυλισμού
Η ομιλία περιλαμβάνει συχνά επαναλήψεις λέξεων ή τμήματα λέξεων, καθώς και παρατάσεις των ήχων ομιλίας. Μερικοί άνθρωποι με αυτό το πρόβλημα εμφανίζουν πολύ τεταμένο ή «λαχανιασμένο» λόγο, όταν μιλούν. Η ομιλία μπορεί να σταματήσει εντελώς ή να μπλοκαριστεί. Μπλοκαρισμένη χαρακτηρίζεται όταν το στόμα είναι τοποθετημένο ώστε να βγάλει έναν ήχο, μερικές φορές για αρκετά δευτερόλεπτα, με ελάχιστο ή καθόλου επικείμενο ήχο. Μετά από λίγη προσπάθεια, το άτομο μπορεί να ολοκληρώσει τη λέξη. Επιφωνήματα, όπως «χμ» ή «ξέρεις» μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν, ιδιαίτερα όταν αυτά περιέχουν επαναλαμβανόμενα «χμ-χμ-χμ» ή ακούγεται παρατεταμένο «χμμμ» ή όταν χρησιμοποιούνται σκόπιμα για να καθυστερήσει η έναρξη μιας λέξης, στην οποία ο ομιλητής φοβάται ότι θα «κολλήσει».

Μερικά παραδείγματα τραυλισμού

  • «Π-Π-Π-Πού πας;» (Επανάληψη μέρους λέξης: Το άτομο έχει δυσκολία μετάβασης από το «π» στο «που», δηλαδή στους υπόλοιπους ήχους στη λέξη. Κατά την τέταρτη απόπειρα, ολοκληρώνει με επιτυχία τη λέξη).
  • «ΣΣΣΣΣ ου φύλαξα μια θέση» (Ήχος παράτασης: Το άτομο έχει δυσκολία στη μετάβαση από το «Σ» στο «Σου» και τους υπόλοιπους ήχους της λέξης. Συνεχίζει να προφέρει τον ήχο «σ» μέχρι να καταφέρει να ολοκληρώσει τη λέξη).
  • «Θα σε συναντήσω – χμ χμ ξέρεις – περίπου στις «έξι». (Μια σειρά από παρεμβολές: Το άτομο αναμένει να έχει δυσκολία στην ομαλή ένωση της λέξης «συναντήσω» με τη λέξη «περίπου». Ως απάντηση στην αναμενόμενη δυσκολία, παράγει πολλές παρεμβολές μέχρι να είναι σε θέση να πει τη λέξη «περίπου» ομαλά).

Τι μπορώ να κάνω για να επικοινωνώ καλύτερα με τα άτομα που τραυλίζουν

Συχνά, οι άνθρωποι δεν είναι σίγουροι για το πώς να απαντήσουν, όταν μιλούν με ανθρώπους που τραυλίζουν. Αυτή η αβεβαιότητα μπορεί να ωθήσει τους ακροατές να κάνουν πράγματα, όπως να κοιτούν αλλού κατά τη διάρκεια του τραυλισμού, να διακόπτουν το άτομο, να συμπληρώνουν τις λέξεις του ή απλά να μην συνομιλούν με ανθρώπους που τραυλίζουν. Όμως, καμία από αυτές τις αντιδράσεις δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι που τραυλίζουν θέλουν να αντιμετωπίζονται ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι. Έχουν μεγάλη επίγνωση του ότι η ομιλία τους είναι διαφορετική και ότι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εκφραστούν. Δυστυχώς, όμως, αυτό οδηγεί μερικές φορές το άτομο να αισθάνεται πίεση να μιλήσει γρήγορα. Υπό τέτοιες συνθήκες, οι άνθρωποι που τραυλίζουν συχνά έχουν ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία να πουν ό,τι θέλουν, με εύρυθμο και έγκαιρο τρόπο. Ως εκ τούτου, οι ακροατές που εμφανίζονται ανυπόμονοι ή ενοχλημένοι μπορεί στην πραγματικότητα να κάνουν πιο δύσκολο για τους ανθρώπους που τραυλίζουν να μιλήσουν.

Όταν συνομιλούμε με ανθρώπους που τραυλίζουν, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους δώσουμε τον χρόνο που χρειάζονται, για να εκφράσουν ό,τι θέλουν να πουν. Προσπαθήστε να μην τελειώνετε τις προτάσεις ή να μην συμπληρώνετε λόγια για αυτούς. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνετε μόνο την αίσθηση χρονικής πίεσης του ατόμου. Επίσης, φράσεις όπως «μίλα πιο αργά», «χαλάρωσε» ή «πάρε μια βαθιά αναπνοή» μπορεί να κάνουν το άτομο να αισθάνεται ακόμα πιο άβολα, επειδή αυτά τα σχόλια υποδηλώνουν ότι ο τραυλισμός μπορεί να ξεπεραστεί εύκολα, κάτι που δεν ισχύει!

Όπως είναι φυσικό, διαφορετικοί άνθρωποι που τραυλίζουν θα έχουν διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης, όσον αφορά τις δυσχέρειες στην ομιλία τους. Ορισμένοι θα είναι άνετοι να μιλούν για αυτό μαζί σας, ενώ άλλοι όχι. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, μπορεί να είναι αρκετά χρήσιμο να ρωτήσουμε απλώς το πρόσωπο αυτό ποιος θα ήταν ο πιο αποδοτικός τρόπος για να ανταποκριθούμε στον τραυλισμό του/της. Θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε ως εξής: «Παρατήρησα ότι τραυλίζετε. Μπορείτε να μου πείτε πώς προτιμάτε να ανταποκρίνονται οι ακροατές σας όταν συμβαίνει αυτό;» Συχνά, τα πάσχοντα άτομα θα εκτιμήσουν το ενδιαφέρον σας. Σίγουρα δεν θέλετε να μιλατε αργά προς αυτούς ή να τους αντιμετωπίζετε με διαφορετικό τρόπο, μόνο και μόνο επειδή τραυλίζουν. Ωστόσο, μπορείτε ακόμα να προσπαθήσετε να βρείτε έναν πρακτικό, υποστηρικτικό τρόπο, προκειμένου να τους διασαφηνίσετε ότι ενδιαφέρεστε για το τι λένε και όχι για το πως το λένε. Με αυτόν τον τρόπο, θα συμβάλετε καθοριστικά στη μείωση της αμηχανίας, της αβεβαιότητας ή της έντασης της στιγμής και θα καταστήσετε πιο εύκολη την αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των δύο μερών.

Τι προκαλεί τον τραυλισμό
Η ακριβής αιτία του τραυλισμού δεν είναι γνωστή. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η γενετική παίζει ένα ρόλο στη διαταραχή. Θεωρείται ότι πολλά, αν όχι τα περισσότερα άτομα, τα οποία τραυλίζουν, κληρονομούν χαρακτηριστικά που τους θέτουν σε κίνδυνο να αναπτύξουν τραυλισμό. Η ακριβής φύση αυτών των χαρακτηριστικών είναι προς το παρόν ασαφής. Όποια και αν είναι τα χαρακτηριστικά, εξασθενούν φανερά την ικανότητα του ατόμου να συνδυάσει τις διάφορες κινήσεις των μυών που είναι απαραίτητες για την παραγωγή άρτιων προτάσεων.

Δεν θα αναπτύξει υποχρεωτικά τη διαταραχή οποιοσδήποτε έχει την προδιάθεση να τραυλίζει. Για πολλούς, ορισμένα γεγονότα της ζωής πιστεύεται ότι «πυροδοτούν» τη δυσκολία στην ευφράδεια. Ένα από τα εναύσματα για το τραύλισμα κατά την ανάπτυξη μπορεί να είναι η απόκτηση των γραμματικών δεξιοτήτων. Μεταξύ των 2 και 5 ετών, τα παιδιά μαθαίνουν πολλά από τους γραμματικούς κανόνες της γλώσσας. Οι κανόνες αυτοί επιτρέπουν στα παιδιά να αλλάξουν τα ανώριμα μηνύματα («Μαμά, καραμέλα») σε μεγαλύτερες προτάσεις που απαιτούν συντονισμό για την παραγωγή μιας άρτιας πρότασης («Μαμά, βάλε την καραμέλα στο σακίδιό μου»). Ένα παιδί που έχει προδιάθεση για τραυλισμό μπορεί να μην συναντά δυσκολίες και να μιλά άπταιστα, όταν οι προτάσεις είναι μόνο μία ή δύο λέξεις. Ωστόσο, όταν το παιδί αρχίζει πλέον να παράγει πιο εκτεταμένες, πιο σύνθετες προτάσεις, μπορεί να διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως και να εμφανίσει δυσχέρειες στην ομιλία.

Μετά την εκδήλωση του τραυλισμού, επιπρόσθετοι παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη δυσχέρεια. Για παράδειγμα, ένα παιδί που απογοητεύεται εύκολα ενδέχεται να σφίγγεται ή να συστέλλει τους μύες ομιλίας του, όταν εκδηλώνεται η δυσχέρεια ομιλίας. Η ένταση μπορεί να αυξάνεται για όσο καιρό διαρκεί μια δυσχέρεια. Οι αντιδράσεις των ακροατών στο τραύλισμα (π.χ. πειράγματα) μπορεί να επιδεινώσουν επίσης τις δυσκολίες στην ευχέρεια λόγου. Οι άνθρωποι που τραυλίζουν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό ως προς την αντίδρασή τους στις δυσχέρειες της ομιλίας τους. Κάποιοι φαίνεται να ανησυχούν ελάχιστα. Άλλοι, ιδίως εκείνοι που έχουν αντιμετωπίσει δυσμενείς αντιδράσεις από τους ακροατές, μπορεί να αναπτύξουν συναισθηματικές αποκρίσεις στο τραύλισμα, οι οποίες εμποδίζουν την παραγωγή περαιτέρω λόγου. Παραδείγματα αυτών περιλαμβάνουν τα συναισθήματα ντροπής, αμηχανίας και άγχους.

Πόσο συχνό είναι το τραύλισμα και πότε συνήθως ξεκινάει
Συνήθως, τα συμπτώματα του αναπτυξιακού τραυλισμού εμφανίζονται για πρώτη φορά μεταξύ 2,5 και 4 ετών. Αν και πιο σπάνια, ο τραυλισμός μπορεί επίσης να ξεκινήσει κατά τη διάρκεια του δημοτικού σχολείου. Το πρόβλημα είναι πιο συχνό στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Μεταξύ των παιδιών του δημοτικού, εκτιμάται ότι τα αγόρια έχουν τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να τραυλίσουν από τα κορίτσια.

Η εκδήλωση του τραυλισμού διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ατόμων. Ορισμένα παιδιά παρουσιάζουν σημαντική δυσκολία στην ευχέρεια ομιλίας για ημέρες ή εβδομάδες από την έναρξή του. Άλλα επιδεικνύουν μια σταδιακή αύξηση των δυσκολιών στην ευχέρεια για μήνες ή χρόνια. Επιπλέον, η σοβαρότητα του παιδικού τραυλισμού μπορεί να διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από μέρα σε μέρα και από εβδομάδα σε εβδομάδα. Σε κάποια παιδιά, οι δυσχέρειες μπορεί να υποχωρήσουν για αρκετές εβδομάδες, για να ξεκινήσουν και πάλι χωρίς κανένα προφανή λόγο. Στους εφήβους και τους ενήλικες που τραυλίζουν, τα συμπτώματα του τραυλισμού τείνουν να είναι πιο μόνιμα από ό,τι κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Ακόμη, έφηβοι και ενήλικες ομιλητές είναι πιθανό να αναφέρουν ότι η ευχέρεια στην ομιλία τους είναι σημαντικά καλύτερη ή χειρότερη απ’ ότι συνήθως, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.

Περίπου το 75% των παιδιών προσχολικής ηλικίας που αρχίζουν να τραυλίζουν θα σταματήσουν τελικά. Πολλά από τα παιδιά «ανακάμπτουν» από τον τραυλισμό μέσα σε λίγους μήνες από τη στιγμή που ξεκίνησε. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που τραυλίζουν για πολλά χρόνια και μετέπειτα παρουσιάζουν βελτίωση. Το γιατί μερικοί άνθρωποι το ξεπερνούν, είναι ασαφές και δεν είναι δυνατόν να πούμε με βεβαιότητα αν τα συμπτώματα του τραυλισμού για οποιοδήποτε συγκεκριμένο παιδί θα συνεχιστούν και στην ενήλικη ζωή. Η βελτίωση του λόγου των παιδιών μπορεί να συμβεί όταν μπουν σε πρόγραμμα λογοθεραπείας.

Λογοθεραπεία και Τραυλισμός
Οι λογοθεραπευτές εργάζονται για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που τραυλίζουν στον περιορισμό των επιπτώσεων ή της βαρύτητας της υφιστάμενης δυσχέρειας. Στόχος δεν είναι τόσο η εξάλειψη των διαταραχών στην ευχέρεια λόγου – κάτι που πολλοί άνθρωποι θεωρούν δύσκολο να εξαλειφθεί – αλλά η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην επικοινωνία τους, όταν αυτές υπάρχουν. Οι άνθρωποι μπορούν να διδαχθούν να προσδιορίζουν πώς αντιδρούν ή να χρησιμοποιούν διαλείμματα στη ροή του λόγου τους. Μαθαίνουν άλλες αντιδράσεις που θα οδηγήσουν σε άπταιστη ομιλία και αποτελεσματική επικοινωνία. Για παράδειγμα, ένα άτομο που συχνά παράγει παρατεταμένες δυσχέρειες στη ροή του λόγου, οι οποίες συνοδεύονται από σωματική ένταση, θα μάθει να τις τροποποιεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε σταδιακά να μετατραπούν σε εφήμερες, σχετικά απλές διακοπές του λόγου. Καθώς οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι στη διαχείριση της ευχέρειας του λόγου, κατά τη θεραπεία, εξασκούν τις νέες δεξιότητες που διδάχτηκαν σε καταστάσεις της πραγματικής ζωής.

Οι άνθρωποι συνήθως διαπιστώνουν ότι αυτές οι στρατηγικές συμπεριφοράς είναι σχετικά εύκολο να εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια θεραπευτικών δραστηριοτήτων. Αντιθέτως, όμως, μπορεί να διαπιστώσουν ότι η καθημερινή διαχείριση της ευχέρειας λόγου – τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της θεραπείας – είναι δύσκολη διαδικασία! Για τον λόγο αυτό, οι λογοθεραπευτές συχνά συζητούν με τα μέλη της οικογένειας, τους εκπαιδευτικούς και άλλους ανθρώπους για το τι να περιμένουν από τη θεραπεία. Γενικά, δεν είναι λογικό να αναμένουμε από ένα άτομο που τραυλίζει να παρακολουθεί ή να ελέγχει την ευχέρεια στην ομιλία του ανά πάσα στιγμή της ημέρας και σε όλες τις καταστάσεις.

Παραδοσιακά, υπήρξαν κάποιες επιφυλάξεις για τη θεραπεία του τραυλισμού κατά την προσχολική ηλικία. Αυτές οι επιφυλάξεις είχαν προέλθει από τουλάχιστον δύο πηγές: την παρατήρηση ότι πολλά παιδιά «ξεπερνούν» τον τραυλισμό και την πεποίθηση ότι η θεραπεία αυξάνει σε ένα παιδί τη συνειδητοποίηση της δυσκολίας που αντιμετωπίζει, η οποία με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο επιμονής του τραυλίσματος. Η σύγχρονη σκέψη, ωστόσο, είναι κάπως διαφορετική από αυτές τις παραδοσιακές απόψεις. Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι η έγκαιρη παρέμβαση για τον τραυλισμό είναι επιθυμητή. Βάσει αυτού, ένας λογοθεραπευτής μπορεί να συστήσει μια προσέγγιση «παρατήρησης και δράσης» για τα παιδιά που έχουν εκδηλώσει τραυλισμό τους τελευταίους λίγους μήνες και τα οποία υπό άλλες περιστάσεις θα θεωρούνταν χαμηλού κινδύνου για επίμονο τραυλισμό. Εάν συνιστάται θεραπεία για παιδιά προσχολικής ηλικίας, οι προσεγγίσεις είναι κάπως διαφορετικές από εκείνες που χρησιμοποιούνται σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες. Για παράδειγμα, οι γονείς μπορούν να εκπαιδευτούν ώστε να ενημερώνουν τους νέους σχετικά με την ευχέρεια της ομιλία τους, επαινώντας την ευχέρεια λόγου («Αυτό ήταν πολύ ομαλό!») και περιστασιακά να τονίζουν περιπτώσεις δυσχέρειας στην ομιλία («Αυτό ακούγεται με λακούβα»). Οι λογοθεραπευτές μπορούν να διαμορφώσουν την ομαλή ομιλία. Οι λογοθεραπευτές διδάσκουν τους γονείς το πότε, πού και πώς να εφαρμόσουν αυτές τις θεραπείες. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι προγράμματα παρέμβασης, όπως αυτά, είναι πολύ αποτελεσματικά στη μείωση, αν όχι την εξάλειψη των συμπτωμάτων του τραυλισμού σε παιδιά προσχολικής ηλικίας.