Ένας γάμος ο οποίος ενώνει εκτός από το ζευγάρι και τις οικογένειες του από προηγούμενους γάμους δημιουργεί αρκετές δυσκολίες στην προσαρμογή όλων των μελών του. Σε τέτοιες περιπτώσεις το ζευγάρι θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη τα παρακάτω ζητήματα:

  • Αποφάσεις γύρω από τον τόπο κατοικίας και τα οικονομικά. Το ζευγάρι θα πρέπει να συμφωνήσει πού θα ζει και πώς θα διαχειρίζεται τα οικονομικά ζητήματα. Πολλοί γονείς που αποφασίζουν να ξαναπαντρευτούν και να μετακομίσουν σε ένα καινούριο σπίτι ανέφεραν ότι τους είναι πιο εύκολο να το θεωρήσουν «δικό τους σπίτι».
  • Μπροστά σε μια τέτοια απόφαση οι γονείς και τα παιδιά θα πρέπει να διαχειριστούν συναισθήματα και ανησυχίες που δημιουργήθηκαν από τους προηγούμενους γάμους. Ένας νέος γάμος μπορεί να επαναφέρει όλα εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα από τον πρώτο γάμο τόσο για τους ενήλικες όσο και για τα παιδιά. Για παράδειγμα όταν ένα παιδί μαθαίνει ότι ο γονιός του θα ξαναπαντρευτεί αναγκάζεται να εγκαταλείψει την ελπίδα που μπορεί να διατηρεί μέσα του ότι οι γονείς του θα είναι ξανά μαζί.
  • Οι γονείς θα πρέπει να συζητήσουν ποιος θα είναι ο ρόλος του καθενός στην ανατροφή των παιδιών όπως και τις αλλαγές στους κανόνες του σπιτιού που θα προκύψουν. Ακόμη κι αν το ζευγάρι συζούσε πριν παντρευτεί θα χρειαστεί να επαναδιαπραγματευτούν οι ρόλοι και οι κανόνες καθώς ο θετός γονέας θα αναλάβει πια έναν επίσημο γονεικό ρόλο.

Τα παιδιά από την πλευρά τους πολύ πιθανόν να βιώσουν αυτόν τον γάμο ως εγκατάλειψη ή να νιώσουν ανταγωνιστικά απέναντι στον νέο σύζυγο καθώς αποσπά αρκετό από τον χρόνο που κάποτε τους αφιέρωνε ο γονέας τους. Ιδιαίτερα οι έφηβοι βρίσκονται σε ένα αναπτυξιακό στάδιο που τους κάνει ιδιαίτερα ευαίσθητους απέναντι σε εκδηλώσεις τρυφερότητας, συμπεριφορές που μπορεί να τους ενοχλήσουν αρκετά. Το πιο δύσκολο κομμάτι όμως για ένα ζευγάρι που αποφασίζει να ενώσει τις οικογένειες του από τους προηγούμενους γάμους είναι το ζήτημα της ανατροφής. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως οι έφηβοι ηλικίας 10-14 ετών δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στην νέα αυτή πραγματικότητα, ενώ οι μεγαλύτεροι ηλικίας 15 ετών και άνω χρειάζονται λιγότερη γονεική επίβλεψη κι έτσι επενδύουν λιγότερο σε αυτήν την νέα οικογενειακή ζωή, ενώ τα παιδιά κάτω των 10 ετών αποδέχονται συνήθως πιο εύκολα έναν ενήλικα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, ιδιαίτερα εάν αυτός αποτελεί θετική επιρροή για την ζωή τους.

Οι θετοί γονείς θα πρέπει αρχικά να διαμορφώσουν μια σχέση με γερά θεμέλια με τα παιδιά των συντρόφων τους, για αυτό και είναι περισσότερο βοηθητικό όταν ο θετός γονέας παίρνει αρχικά τον ρόλο του φίλου ή του συμβούλου αποφεύγοντας να είναι αυτός που θα τους επιβάλλει πειθαρχία στο σπίτι. Τα ζευγάρια σε αυτήν την φάση μπορούν να συμφωνήσουν ότι τις κύριες αποφάσεις για την ανατροφή του παιδιού θα τις παίρνουν οι βιολογικοί του γονείς ώσπου τουλάχιστον αναπτυχθεί ένας σταθερός δεσμός ανάμεσα στο παιδί και τον σύντροφο.

Προτού οι θετοί γονείς μπουν στην διαδικασία να γνωρίσουν και να σχετιστούν με το παιδί του συζύγου τους, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τόσο το φύλο όσο και την συναισθηματική κατάσταση του παιδιού. Τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια αναφέρουν ότι προτιμούν τις λεκτικές εκδηλώσεις τρυφερότητας και στοργής, όπως τα κοπλιμέντα και τους επαίνους παρά τις αγκαλιές και τα φιλιά. Ιδιαίτερα τα κορίτσια αισθάνονται λιγότερο άνετα με την σωματική επαφή με τον θετό τους πατέρα, ενώ τα αγόρια τους αποδέχονται πιο εύκολα.Μετά από ένα διαζύγιο τα παιδιά συνήθως προσαρμόζονται ευκολότερα στην νέα τους ζωή όταν διατηρούν μια συνεχή και σταθερή επαφή κι επικοινωνία με τον γονέα που δεν ζει πια μαζί τους. Αυτό όμως που παρατηρείται συνήθως είναι ότι στην περίπτωση που ο γονέας αυτός ξαναπαντρεύεται, μειώνει αισθητά την επικοινωνία με τα παιδιά του. Ένα παιδί σε τέτοιες περιπτώσεις αισθάνεται πολλές φορές εγκαταλελειμμένο. Οι γονείς λοιπόν θα πρέπει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν αυτήν την επαφή με τα παιδιά τους ενσωματώνοντας σε αυτήν κοινές δραστηριότητες.

Ακόμη και κάτω από τις καταλληλότερες συνθήκες μια νέα θετή οικογένεια χρειάζεται 2-4 χρόνια προκειμένου να προσαρμοστεί σε αυτήν την νέα πραγματικότητα. Κάποιες φορές η παροχή ψυχολογικής υποστήριξης μπορεί να βοηθήσει στην όσο το δυνατόν πιο ομαλή προσαρμογή.